Άρθρο γνώμης του Γενικού Διευθυντή του ΕΣΑΗ, Δρος Γιώργου Στάμτση, στο ειδικό τεύχος «Greek Energy 2015» του Energypress

Απρίλιος 2015

Adobe-Reader.png

Η Ευρώπη έχει θέσει στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της την Ενεργειακή Ένωση, την οποία δομεί σε 5 πυλώνες: α) ενεργειακή ασφάλεια, αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη, 2) πλήρως ενοποιημένη ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, 3) ενεργειακή αποδοτικότητα, 4) οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και 5) έρευνα και καινοτομία.  Στόχος της Ενεργειακής Ένωσης είναι η ανάδειξη ενός ενιαίου συστήματος μέσω του οποίου η ενέργεια θα διατρέχει την Ευρώπη χωρίς εμπόδια στον ανταγωνισμό, με βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων και υποδομών και προς όφελος των Ευρωπαίων καταναλωτών.

Η Ενεργειακή Ένωση δεν αποτελεί μόνο την πρώτη πολιτική προτεραιότητα αυτή τη στιγμή της Ευρώπης. Αποτελεί και το επιστέγασμα της συνειδητοποίησης ότι τόσο το σημερινό διεθνές περιβάλλον, όσο κυρίως αυτό που θα διαμορφωθεί τις επόμενες δεκαετίες θα έχει έναν εντεινόμενο παγκόσμιο χαρακτήρα και ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει και να συνεχίσει να εξασφαλίζει συνθήκες ευημερίας και δικαιοσύνης για τους πολίτες της μόνο αν αντιμετωπίσει αποφασιστικά τις οικονομικές, δημογραφικές και ενεργειακές-κλιματικές προκλήσεις που τίθενται. Η Ελλάδα δυστυχώς δεν φαίνεται να έχει φθάσει στο ίδιο επίπεδο συνειδητοποίησης.

Εστιάζοντας σε τρεις από τους πέντε βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους δομείται η Ενεργειακή Ένωση, θα διαπιστώσουμε τόσο τις σημαντικές αποκλίσεις της χώρας μας από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τη στρατηγική για την ενέργεια, όσο και τις μοναδικές ευκαιρίες που δημιουργεί για την Ελλάδα η Ενεργειακή Ένωση.

1ος Πυλώνας: Ενεργειακή Ασφάλεια

Μεταξύ των προτεραιοτήτων του 1ου πυλώνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση τοποθετεί τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας με πρωτοβουλίες όπως η ενίσχυση του Νοτίου Διαδρόμου και η δημιουργία εμπορικού κόμβου (hub) φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.

 Ελλάδα έχει τη μοναδική ευκαιρία να αναδειχθεί σε ενεργειακό διάδρομο με τους αγωγούς που φέρνουν φυσικό αέριο από την περιοχή της Κασπίας, αλλά και τους αγωγούς που διασυνδέουν την περιοχή των Βαλκανίων, δημιουργώντας ένα κάθετο άξονα, καθώς επίσης και με την όποια εναλλακτική επιλεγεί για τη μεταφορά των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρώπη. Τον χαρακτήρα επίσης του ενεργειακού διαδρόμου θα προσδώσουν και οι νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις (της Κρήτης με το ηπειρωτικό Σύστημα και κατόπιν με Κύπρο-Ισραήλ, νέες διασυνδέσεις με Ιταλία, Βουλγαρία). Προκειμένου, ωστόσο, αυτό να καταστεί εφικτό είναι απαραίτητο α) η Ελλάδα να λειτουργεί πλήρως μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και κεκτημένο της ενέργειας και β) να διασφαλίσει την ύπαρξη ανταγωνιστικών αγορών στο φυσικό αέριο και τον ηλεκτρισμό. Μόνο με τέτοιες αγορές και την ανάδειξη της χώρας μας σε ενεργειακό κόμβο, θα μπορέσει να είναι δυνατή και η εμπορική μεταφορά των πολύ μεγάλων αυτών ποσοτήτων ενέργειας μέσω των ενεργειακών διαδρόμων φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού.

2ος Πυλώνας: Πλήρως Ενοποιημένη Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Αγορά

Απαραίτητη προϋπόθεση για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά είναι η ύπαρξη σε πρώτο στάδιο ολοκληρωμένων ανταγωνιστικών αγορών σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες σε δεύτερο στάδιο συνδέονται μεταξύ τους και δημιουργούν εκτεταμένες περιφερειακές αγορές (κάτι που ήδη έχει ξεκινήσει στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη).

Η αγορά ηλεκτρισμού στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τον ατελή σχεδιασμό της ο οποίος δεν επιτρέπει την αποκάλυψη της πραγματικής αξίας της ενέργειας. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας διαθέτει μόνο προημερήσια αγορά ενώ αντίθετα στις χώρες της Ε.Ε. οι αγορές ηλεκτρισμού συγκροτούνται από προθεσμιακή, προημερήσια και ενδοημερήσια αγορά, καθώς και αγορά εξισορρόπησης σε πραγματικό χρόνο. Η έλλειψη αυτή δεν επιτρέπει την ορθή αποτίμηση της αξίας της ενέργειας και των υπόλοιπων υπηρεσιών (όπως η ασφάλεια εφοδιασμού και η επάρκεια σε ευέλικτη ηλεκτρική ισχύ) και το αποτέλεσμα είναι συρρίκνωση του ανταγωνισμού και υψηλότερο κόστος για τους καταναλωτές.

Επιπλέον, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει την πλειονότητα των νησιών της μη διασυνδεδεμένα με το ηπειρωτικό Σύστημα. Το γεγονός αυτό αφήνει εκτεθειμένα τα νησιά σε μία σειρά από κινδύνους, όπως π.χ. το μπλακ άουτ που είχε συμβεί στη Σαντορίνη στην αιχμή της τουριστικής περιόδου, και παράλληλα προκαλεί σημαντική επιβάρυνση στο σύνολο των καταναλωτών της χώρας λόγω της λειτουργίας ακριβών πετρελαϊκών μονάδων στα νησιά. Ειδικά δε για την Κρήτη, η οποία λόγω έλλειψης διασύνδεσης στοιχίζει στους καταναλωτές 400 εκατ. ευρώ το χρόνο, το συνολικό κόστος του έργου διασύνδεσης είναι λιγότερο από 1 δισ. ευρώ. Αυτό το έργο μπορεί να χρηματοδοτηθεί άμεσα από το «πακέτο Γιουνκέρ» και τα προγράμματα της ΕΤΕπ, καθώς η απόσβεση του γίνεται σε λίγα χρόνια. Ίδιες δυνατότητες χρηματοδότησης μπορούν να έχουν οι διασυνδέσεις και των υπόλοιπων νησιών.

Επιπρόσθετα, 15 χρόνια μετά τη νομοθετική απελευθέρωση της αγοράς, η ΔΕΗ διατηρεί την αποκλειστική πρόσβαση και εκμετάλλευση των εγχώριων ενεργειακών πόρων (λιγνίτες – υδροηλεκτρικά) και οι ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αγορά αδυνατούν κατ’ επέκταση να την ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η ΔΕΗ να ελέγχει το 97% της λιανικής, καθιστώντας την Ελλάδα μία από τις πλέον κλειστές αγορές ηλεκτρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

3ος Πυλώνας: Μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα

Τον Οκτώβριο του 2014, το Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. - εν όψει και της επικείμενης (Δεκ. 2015) παγκόσμιας συμφωνίας στο Παρίσι για την κλιματική αλλαγή- έθεσε τους ενεργειακούς-κλιματικούς στόχους της Ευρώπης για το 2030. Αυτοί περιλαμβάνουν δέσμευση για 40% μείωση των εκπομπών αερίων που σχετίζονται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τουλάχιστον 27% συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και τουλάχιστον 27% εξοικονόμηση ενέργειας. Παρόμοιους στόχους μείωσης των εκπομπών άνθρακα υιοθετούν πια και οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ, αλλά και αναπτυσσόμενες όπως η Κίνα.

Ένα τέτοιο διεθνές περιβάλλον, ιδίως στις ανεπτυγμένες χώρες, θέτει μεγάλες προκλήσεις στις επενδύσεις ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα κι επιβάλλει κατά πρώτον μια βέλτιστη διαχείριση, με κυρίως μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα, του υπάρχοντος στόλου ανθρακικών μονάδων και κατά δεύτερο τον προσεκτικό και μελετημένο μακροχρόνιο σχεδιασμό για τη μετάβαση στην εποχή που η παραγωγή ηλεκτρισμού θα συνεπάγεται σχεδόν μηδενικές εκπομπές άνθρακα.

Την ίδια στιγμή όμως, και σε αντίθεση με αυτή τη διεθνή τάση, η Ελλάδα ανακοινώνει την πρόθεση για επαναλειτουργία της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαϊδα 3, η οποία υπέστη πολύ σοβαρές ζημίες το Νοέμβριο του 2014 λόγω πυρκαγιάς. Πρόκειται για μία από τις πιο παλιές και ακριβές λιγνιτικές μονάδες στην Ελλάδα, και για αυτό το λόγο η ΔΕΗ είχε προγραμματίσει τη μόνιμη απόσυρσή της, σε συμφωνία και με τα νέα όρια εκπομπής ρύπων που θέτει η Οδηγία της Ε.Ε. για τις βιομηχανικές εκπομπές, στο τέλος του 2015.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε την οικονομικά αναποτελεσματική, και εν τέλει βλαπτική για τα συμφέροντα των καταναλωτών, απόκλιση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στις ενεργειακές αγορές, καθώς και μια τάση, εκδηλούμενη με ανακοινώσεις και τοποθετήσεις, να αμφισβητηθεί η κεντρική ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. όπως αυτή συνοψίζεται στο σχέδιο της Ενεργειακής Ένωσης.

Η Ενεργειακή Ένωση όμως, μπορεί να φέρει χρηματοδότηση για εκσυγχρονισμό υποδομών, δημιουργία θέσεων εργασίας, φθηνότερη ενέργεια και αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο για τη χώρα. Ενδεχόμενη αδυναμία της Ελλάδας να αξιοποιήσει αυτή τη μοναδική ευκαιρία, θα είναι καθοριστική για το ενεργειακό και οικονομικό μέλλον της χώρας.