Ιούλιος 2014 | |
Πώς μπορεί η αγορά ηλεκτρισμού να στηρίξει την ανάπτυξη; |
Η ελληνική οικονομία, όπως δείχνουν όλα τα στοιχεία, επανέρχεται μέσα στο 2014 σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παράλληλα, ωστόσο, σημειώνεται πως η νέα αυτή περίοδος ανάκαμψης δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά προηγουμένων περιόδων μεγέθυνσης της οικονομίας, αλλά θα διαμορφωθεί κυρίως από την παραγωγική ανασυγκρότηση, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια της οικονομίας και λιγότερο από την εσωτερική κατανάλωση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανάπτυξης, η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως ένας από τους βασικότερους μοχλούς για την επανεκκίνηση της εθνικής οικονομίας. Αυτή η θέση δεν αποτελεί μια γενική διατύπωση, αλλά εδράζεται σε δύο δεδομένα.
Το πρώτο είναι ότι η εξασφάλιση επαρκούς, αξιόπιστης και οικονομικής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας της χώρας μας. Κανείς δεν θέλει να επενδύσει σε μια χώρα όπου ο κίνδυνος ενός black-out συχνά γίνεται πραγματικότητα. Από την άλλη, χρειάζεται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να μπορούν να προμηθεύονται ενέργεια σε προσιτές τιμές. Η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού θα πρέπει να έχει ως κύριο στόχο να βρει το σημείο λειτουργίας που να εξυπηρετεί κατά βέλτιστο τρόπο τους δυο αυτούς αντικειμενικούς σκοπούς λαμβάνοντας πάντα υπόψη τη μακροχρόνια πορεία προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ουσιαστικά οι δυο αυτοί αντικειμενικοί σκοποί μαζί με τη σταδιακή μείωση των εκπομπών άνθρακα περιγράφουν το τρίπτυχο (προσιτές τιμές-ασφάλεια εφοδιασμού-μείωση εκπομπών άνθρακα) της κεντρικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ενέργεια. Ως κύριο εργαλείο για την υλοποίηση αυτού του Ευρωπαϊκού ενεργειακού τρίπτυχου προβάλλεται και προωθείται από την Ε.Ε. η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και η δημιουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και μετά την πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία και τις ανησυχίες που εκδηλώνονται για ενδεχόμενα προβλήματα στην τροφοδοσία με φυσικό αέριο των Ευρωπαϊκών αγορών, η ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά και η δημιουργία της ενιαίας αγοράς ενέργειας προβάλλονται ως ο δεύτερος πυλώνας στήριξης της ασφάλειας εφοδιασμού, παράλληλα με τη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας.
Η δημιουργία συνθηκών ουσιαστικού ανταγωνισμού τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού είναι το απαραίτητο βήμα για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού. Εταιρείες με συγκρίσιμα χαρτοφυλάκια ενέργειας (που θα περιλαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα καύσιμα όπως λιγνίτης, νερά, φυσικό αέριο και ΑΠΕ) θα ανταγωνίζονται για την παραγωγή και πώληση στους τελικούς καταναλωτές της ηλεκτρικής ενέργειας. Μια αγορά με υγιή ανταγωνισμό μπορεί να συγκρατήσει ή ακόμα και να μειώσει τις τιμές ηλεκτροπαραγωγής κι έτσι να συγκρατήσει σε προσιτά επίπεδα το συνολικό κόστος προμήθειας ηλεκτρισμού. Όπως δείχνει και η πρόσφατη μελέτη της Εurelectric (Analysis of European Power Price Increase Drivers, May 2014), την περίοδο 2008-2012 το κόστος για την παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρισμού που πληρώνουν τα Ευρωπαϊκά νοικοκυριά μειώθηκε κατά 4% (παρά τις αυξήσεις στις τιμές καυσίμων) ενώ το κόστος που πληρώνουν τα νοικοκυριά για τα δίκτυα αυξήθηκε κατά 10% και οι φόροι και τα τέλη που πληρώνουν στην τιμή ηλεκτρισμού αυξήθηκαν κατά 31%. Ο ανταγωνισμός λοιπόν στις Ευρωπαϊκές αγορές λειτούργησε ως αντίβαρο στις αυξητικές τάσεις των τελικών τιμών ηλεκτρισμού. Στην Ελλάδα, τα οφέλη από τον ανταγωνισμό αναμένονται σημαντικά όσον αφορά στη μείωση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής, το οποίο το 2012 ήταν για τα Ελληνικά νοικοκυριά το 8ο υψηλότερο στην ΕΕ (European Commission, Energy prices and costs report, January 2014).
Ο ανταγωνισμός όμως στην Ελληνική αγορά ηλεκτρισμού μπορεί να αποτελέσει τη βάση και για να αναπτυχθεί επιτέλους η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά. Καθώς θα αυξάνει ο ανταγωνισμός για την απόκτηση μεριδίων, η επέκταση των επιχειρήσεων σε άλλες χώρες (είτε εντός της ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας είτε και εκτός αυτής) θα αποτελεί τη διέξοδο για την περαιτέρω ανάπτυξη τους και την ενίσχυση της οικονομικής τους ευρωστίας. Στην προηγούμενη φάση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990) ήταν οι κλάδοι των τραπεζών και των τηλεπικοινωνιών αυτοί που άνοιξαν τους ορίζοντες των ελληνικών επιχειρήσεων και διείσδυσαν σε ξένες αγορές. Αυτή τη φορά μπορεί να είναι οι ενεργειακές εταιρείες, με πρώτες χρονικά αυτές του ηλεκτρισμού, αυτές οι οποίες θα εδραιώσουν έναν εξωστρεφή χαρακτήρα της εθνικής οικονομίας.
Επανερχόμενοι όμως στο ζητούμενο για προσιτές και ανταγωνιστικές τιμές ηλεκτρισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις-βιομηχανίες της Ελλάδας υπάρχουν ορισμένα συγκεκριμένα βήματα που πρέπει να γίνουν, παράλληλα με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρισμού, έτσι ώστε το ζητούμενο να γίνει και πράξη:
• Ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά φυσικού αερίου για συγκράτηση και μείωση του κόστους του. Κατά τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα το φυσικό αέριο θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ηλεκτροπαραγωγή. Πρέπει λοιπόν το κόστος του να είναι όσο το δυνατό χαμηλότερο.
• Διασύνδεση των νησιών, και ιδιαίτερα της Κρήτης, με το ηπειρωτικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό θα γίνει εφικτή η παύση λειτουργίας των ακριβών και ρυπογόνων πετρελαϊκών μονάδων που λειτουργούν στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά. Η εξοικονόμηση δαπανών καυσίμου που προκύπτει από τη διασύνδεση της Κρήτης, περίπου 300 εκ. Ευρώ ετησίως το όφελος, αντισταθμίζει τη δαπάνη επένδυσης σε λίγα μόλις χρόνια.
• Μείωση της φορολογίας στα ενεργειακά προϊόντα. Η αρχική ιδέα σε επίπεδο Ε.Ε. ήταν να χρησιμοποιηθεί η φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει σε ομαλές οικονομικές συνθήκες. Σε περιπτώσεις βαθιάς οικονομικής ύφεσης ή και στην φάση της επανεκκίνησης της οικονομίας η (υπερ)φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων (πετρελαιοειδή, φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός) επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει τα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας. Από την άλλη, η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας έχει συντελεστεί ήδη λόγω της οικονομικής ύφεσης. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για μείωση των φορολογικών βαρών στα ενεργειακά προϊόντα σε αυτή την οικονομική φάση και η επανεξέταση των συντελεστών φορολόγησης στα προϊόντα αυτά όταν εδραιωθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας.
Όσον αφορά στην επαρκή και αξιόπιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα διαθέτει σήμερα μια μικρή αλλά θετική επάρκεια ισχύος. Η πρόσφατη μελέτη επάρκειας του ENTSO-E για τα Ευρωπαϊκά συστήματα ηλεκτρισμού (Scenario Outlook and Adequacy Forecast 2014-2030) δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει σήμερα μια ικανοποιητική επάρκεια ηλεκτρικής ισχύος της τάξης του 1,5 GW περίπου (με πρόβλεψη μέγιστης ζήτησης τα προσεχή χρόνια περίπου στα 10-11 GW). Θα είναι μια πρόκληση να διατηρήσει αυτή την επάρκεια ισχύος και τα επόμενα χρόνια λαμβάνοντας υπόψη το πρόγραμμα απόσυρσης παλαιών μονάδων και την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης. Παράλληλα, βέβαια, και μαζί με την επάρκειας ισχύος τα Συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας έρχονται τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπα και με τις απαιτήσεις για ευελιξία στη λειτουργία τους (κάτι που πρακτικά σημαίνει να έχουν πάντα διαθέσιμη αρκετή ευέλικτη ισχύ ώστε να καλύπτουν τις διακυμάνσεις στην παραγωγή των μεταβαλλόμενων ΑΠΕ). Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο η συνολική λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού να καθιστά διαθέσιμο στο ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, τόσο άμεσα όσο και σε μέσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το απαραίτητο παραγωγικό δυναμικό. Το δυναμικό αυτό θα εξασφαλίζει επάρκεια ισχύος, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος black-out, και την απαραίτητη ευελιξία ώστε το σύστημα να μπορεί να λειτουργεί με αυξανόμενο ποσοστό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Πέρα από το θέμα των τιμών και της επάρκειας, η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού έχει τη δυνατότητα να δώσει ισχυρή ώθηση στην εθνική οικονομία μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος επενδύσεων που θα πρέπει να υλοποιηθεί την επόμενη δεκαετία. Οι επενδύσεις αυτές εστιάζονται κυρίως στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής. Το Δεκαετές Πλάνο Ανάπτυξης που έχει εκπονήσει ο ΑΔΜΗΕ για την περίοδο 2015-2024 προβλέπει επενδύσεις περίπου 2,5 δισ. Ευρώ. Κύρια θέση στο πλάνο αυτό κατέχει η διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό Σύστημα για την οποία θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να υλοποιηθεί το ταχύτερο δυνατό. Ταυτόχρονα το πλάνο ανάπτυξης προβλέπει την κατασκευή των γραμμών μεταφοράς 400 kV στην Πελοπόννησο, καθώς και των αναγκαίων νέων Κέντρων Υψηλής Τάσης. Όσον αφορά τα δίκτυα διανομής ο ΔΕΔΔΗΕ έχει θέσει ως στόχο να υπάρχουν έξυπνοι μετρητές σε όλους του καταναλωτές μέσα στην επόμενη δεκαετία στο πλαίσιο της ανάπτυξης ενός συνολικά έξυπνου δικτύου (smart grid) το οποίο θα επιτρέψει τόσο τη μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, όσο και την ενεργή συμμετοχή των καταναλωτών (demand response) στην αγορά ηλεκτρισμού. Για την πραγμάτωση τόσο εκτεταμένων επενδύσεων στα δίκτυα θα πρέπει να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι, είτε με πρόσβαση των εταιρειών που κατέχουν τα δίκτυα σε γραμμές χρηματοδότησης, είτε με είσοδο νέων επενδυτών στο μετοχικό τους κεφάλαιο, είτε με συμπράξεις ιδιωτικού-δημόσιου τομέα ή (και το πιο πιθανό) με έναν συνδυασμό όλων αυτών των διαθέσιμων λύσεων.
Όσον αφορά στην προμήθεια ενέργειας σε προσιτές τιμές στους οικιακούς, επαγγελματικούς και βιομηχανικούς καταναλωτές μπορούν να γίνουν συγκεκριμένες κινήσεις που θα συγκρατήσουν ή και θα μειώσουν τα κόστη:
• Ανάπτυξη ανταγωνισμού σε όλο το εύρος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό σημαίνει πρωτογενή πρόσβαση τρίτων σε λιγνίτες και νερά έτσι ώστε να σχηματισθούν ανταγωνιστικά χαρτοφυλάκια ενέργειας από καθετοποιημένες εταιρείες οι οποίες θα ανταγωνιστούν για την απόκτηση μεριδίων στην λιανική αγορά.
Η υλοποίηση των παραπάνω κινήσεων μπορεί πράγματι να δώσει μια σημαντικού μεγέθους αναπτυξιακή δυναμική στο σύνολο της εθνικής οικονομίας. Ένα μόνο δεν επιτρέπεται να επικρατήσει. Η ακινησία.